- εὔφημον
- εὔφημοςuttering sounds of good omenmasc/fem acc sgεὔφημοςuttering sounds of good omenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὔφημον — Εὔφημος uttering sounds of good omen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благохвальнѣ — (3*) нар. С похвальным усердием: див˫ашетьс˫а. ˫ако достоино. и бл҃гохвальне на вс˫акъ д҃нь семоу ||=испоущашеть гла(с). (εὔφημον!) ЖФСт XII, 57 об. 58; ˫Ако по(д)баѥ(т) бл҃гохвалнѣ и бл҃гополо(ж)нѣ дѣлати на(м). (εὐτόνως) ФСт XIV, 152а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
μάλιαν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὔφημον, ἥσυχον, πραεῑαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με μάλα, μάλιον* και μαλιωτέραν*] … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ … Dictionary of Greek
συστρεβλώ — όω, Α (το μέσ.) συστρεβλοῦμαι, όομαι φέρομαι με πανουργία σε κάποιον («ἐν μὲν τοῑς ὁσίοις ὅσιός ἐστιν ὁ Θεὸς... ἐν δὲ τοῑς στρεβλοῑς οὐ στρεβλός, ἀλλὰ συστρεβλούμενος αὐτοῑς διὰ τὸ εὔφημον», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρεβλῶ «συστρέφω,… … Dictionary of Greek
φρουρώ — φρουρῶ, έω, ΝΜΑ [φρουρός] 1. (αμτβ.) είμαι φρουρός («ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) φυλάσσω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι (α. «ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών φρουρούν τις ξένες πρεσβείες» β. «τὴν... Ποτίδαιαν...… … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЯ ВСЕХВАЛЬНАЯ — († нач. IV в.), вмц. Халкидонская (пам. 16 сент., 11 июля), пострадала при имп. Диоклетиане. Год ее смерти неизвестен, возможно 303 или 304 г. Сохранилось большое количество анонимных редакций Мученичества Е. В. (в основном неизданные).… … Православная энциклопедия